αἰδόφρων

αἰδόφρων
αἰδόφρων
onos
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιδόφρων — αἰδόφρων, ( ονος), ον (Α) 1. αυτός που δείχνει σεβασμό προς κάποιον 2. πράος, ευσπλαχνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδὼς + φρων < φρήν] …   Dictionary of Greek

  • αἰδόφρονες — αἰδόφρων onos masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”